προσεπιλογίζομαι

προσεπιλογίζομαι
Α
1. συμπεραίνω επιπροσθέτως
2. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιλογίζομαι «σκέπτομαι, αναλογίζομαι, συμπεραίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεπιλογιζόμενον — προσεπιλογίζομαι bring further proof pres part mp masc acc sg προσεπιλογίζομαι bring further proof pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογίσεται — προσεπιλογίζομαι bring further proof aor subj mp 3rd sg (epic) προσεπιλογίζομαι bring further proof fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογιζόμενος — προσεπιλογίζομαι bring further proof pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογιζώμεθα — προσεπιλογίζομαι bring further proof pres subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογισάμενοι — προσεπιλογίζομαι bring further proof aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογισάμενος — προσεπιλογίζομαι bring further proof aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογίζεται — προσεπιλογίζομαι bring further proof pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιλογίσασθαι — προσεπιλογίζομαι bring further proof aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”